- λιβανιστής
- ο1) тот, кто кадит ладаном; 2) перен. тот, кто воскуряет фимиам, льстец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιβανιστής — ο θηλ. ίστρια 1. αυτός που λιβανίζει. 2. ταπεινός κόλακας: Κατάντησε λιβανιστής του εκάστοτε υπουργού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιβανιστής — ο [λιβανίζω] 1. αυτός που θυμιατίζει, που λιβανίζει 2. μτφ. κόλακας … Dictionary of Greek